- ανθρωπολογία
- [антропологиа] ουσ. в. антропология,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — η (βιολ.), η επιστήμη η οποία μελετά τον άνθρωπο ως μέλος του ζωικού βασιλείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνολογία ή πολιτιστική ανθρωπολογία — Η επιστήμη που μελετά, συγκριτικά, τις εκδηλώσεις του πολιτισμού των διαφόρων εθνών, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σπουδή των πολιτιστικών εκδηλώσεων κυρίως των πρωτόγονων κοινωνιών. Η ε., όπως και η ανθρωπολογία της οποίας αποτελεί κλάδο,… … Dictionary of Greek
εγκληματολογική ανθρωπολογία — Η μελέτη των σωματικών και κληρονομικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ο άνθρωπος ως εγκληματίας. Έρεισμα για τη δημιουργία της στάθηκε η καθ’ όλα αντιεπιστημονική και ξεπερασμένη πλέον άποψη του Λομπρόζο, για τον οποίο η εγκληματικότητα αποτελεί… … Dictionary of Greek
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
Γκέλνερ, Έρνεστ — (Ernest Gellner, Παρίσι 1925 – Πράγα 1995). Βρετανός φιλόσοφος, ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος, τσεχικής καταγωγής. Γεννήθηκε από Τσέχους γονείς στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στην Πράγα, στην οποία πέρασε και τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1939 … Dictionary of Greek
Λομπρόζο, Τσέζαρε — (Cesare Lombroso, Βερόνα 1835 – Τορίνο 1909). Ιταλός εγκληματολόγος. Εμπνεόμενος από τις θετικιστικές θεωρίες, ο Λ. κατέληξε στην υπόθεση ότι ο εγκληματίας είναι ένας αταβιστικά φρενοβλαβής και ακριβέστερα ένας ιδιαίτερος ανθρωπολογικός τύπος.… … Dictionary of Greek
Φλωράς, Θεόδωρος — (Σιάτιστα 1862 – Κωνσταντινούπολη 1916). Γιατρός και λόγιος. Τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Λιψία. Την εποχή εκείνη εργάστηκε ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό Κλειώ, που εκδιδόταν εκεί και κατά καιρούς,… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek